ενάριθμος

ενάριθμος
-η, ο (AM ἐνάριθμος, -ον)
νεοελλ.
ο αριθμημένος («ενάριθμα γραμματόσημα» — ειδικά γραμματόσημα για είσπραξη, από τον παραλήπτη, τού ελλιπούς τέλους ταχυδρομούμενων αντικειμένων, αλλιώς «εισπρακτέα»)
αρχ.
1. εναρίθμιος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνάριθμα
οι μονάδες
3. υπολογίσιμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐνάριθμος — taken into account masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάριθμον — ἐνάριθμος taken into account masc/fem acc sg ἐνάριθμος taken into account neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρίθμοις — ἐνάριθμος taken into account masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρίθμους — ἐνάριθμος taken into account masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρίθμων — ἐνάριθμος taken into account masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάριθμα — ἐνάριθμος taken into account neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάριθμοι — ἐνάριθμος taken into account masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • ԹՈՒԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0820 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 12c ա. ἑναρίθμιος, ἑναρίθμος adnumerandus կամ բայիւ, συναριθμέω, ἑναριθμέω cunnumero, adnumero, or Ի միասին թուեալ. ʼի մի կարգ դասեալ կամ համարեալ. *Զանց զառաջինն առնել չար ախտի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”